αμισθί

αμισθί
επίρρ. бесплатно, даром, безвозмездно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμισθί" в других словарях:

  • αμισθί — επίρρ. (Α ἀμισθί) [ἄμισθος] δίχως μισθό, δίχως αμοιβή, δωρεάν …   Dictionary of Greek

  • ἀμισθί — ἀμῑσθί , ἀμισθί without reward indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] …   Dictionary of Greek

  • θεματοφύλακας — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει αμισθί τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος ύστερα από συνεννόηση με τον κάτοχο ή με τους κληρονόμους του 2. αυτός που λόγω αξιώματος ή κοινωνικής θέσης ή ειδικής ασχολίας αναλαμβάνει να διαφυλάσσει κάτι ως ιερό και… …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • ἀμισθεί — ἀμῑσθεί , ἀμισθί without reward indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»